- φιλόμετρος
- -ον, Μ1. αυτός που τού αρέσουν τα μέτρα, οι στίχοι2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμετροναγάπη για την ποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -μετρος (< μέτρον*), πρβλ. ἰσό-μετρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek